Κλάρεντον

Κλάρεντον
(Clarendon). Οικισμός της Αγγλίας σε απόσταση 5 χλμ. από το Σόλσμπερι. Είναι γνωστός από τις διατάξεις που θέσπισε στα ανάκτορα η συνέλευση των ευγενών και των κληρικών. διατάξεις του Κ. Διατάξεις που καταρτίστηκαν από τη σύνοδο ευγενών και κληρικών, η οποία συγκλήθηκε το 1164 από τον Ερρίκο B’ στο Κ. και προκάλεσαν τη σοβαρή διαμάχη ανάμεσα στον βασιλιά και στον αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρι, Τόμας Μπέκετ. Οι 16 διατάξεις περιόριζαν αποφασιστικά τα προνόμια του κλήρου. Οι διατάξεις αυτές προέβλεπαν ότι: οι κληρικοί που κατηγορούνταν για εγκληματικές πράξεις θα δικάζονταν πρώτα από εκκλησιαστικό δικαστήριο και, εάν διαπιστωνόταν η ενοχή τους, θα παραπέμπονταν στα πολιτικά δικαστήρια για να τιμωρηθούν· απαγορευόταν στους κληρικούς η έξοδος από τη χώρα χωρίς τη συγκατάθεση του βασιλιά· η εκλογή των επισκόπων θα γινόταν στο μέλλον στη βασιλική εκκλησία· οι κληρικοί ενοικιαστές κτημάτων θα συμπεριφέρονταν πια όπως και οι λαϊκοί, χωρίς κανένα προνόμιο· τέλος, απαγορευόταν να χειροτονηθούν ιερείς άνθρωποι των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων χωρίς τη συγκατάθεση των ευπατριδών. Με την παρακίνηση του πάπα και υπό την ηγεσία του Τόμας Μπέκετ, οι κληρικοί αποδοκίμασαν τις διατάξεις αυτές και αρνήθηκαν να τις δεχτούν. Η διαμάχη που ξέσπασε κατέληξε στην εξορία και στον θάνατο του αρχιεπισκόπου. Παρότι μετά το γεγονός αυτό ο βασιλιάς μετρίασε την πίεσή του έναντι του κλήρου, δεν απέσυρε καμία από τις διατάξεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Κλάρεντον, κόμης του- — (Εarl of Clarendon). Τίτλος που αποδόθηκε στις οικογένειες Άγγλων ευγενών των Χάιντ και Βίλιερς στην Αγγλία. 1. Έντουαρντ Χάιντ (Edward Hyde, 1609 – 1674). Άγγλος πολιτικός και ιστορικός, Α’ κ. του Κ. Σπούδασε νομικά στην Οξφόρδη και διετέλεσε… …   Dictionary of Greek

  • ένορκοι — Δικαστικός θεσμός ο οποίος διαμορφώθηκε στον χώρο της αγγλοσαξονικής νομικής παράδοσης. Αναφέρεται σε ένα σώμα πολιτών, όχι δικαστών, από τους οποίους ζητείται, αφού δώσουν τον νόμιμο όρκο (απ’ όπου προέκυψε και ο όρος έ.) να αποφανθούν για τα… …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

  • Μπέκετ, Τόμας — (Thomas Becket, Λονδίνο 1118 – Καντέρμπουρι 1170). Άγιος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Σπούδασε το Σάρεϊ, στο Λονδίνο και στο Παρίσι. Το 1154 έγινε καγκελάριος του βασιλιά και της Αγγλίας, Ερρίκου B’, παραιτήθηκε όμως από το αξίωμα αυτό, όταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”